- ἐπλήγησαν
- πλήσσωstruck with terroraor ind pass 3rd plπλήσσωstruck with terroraor ind pass 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μειονότητα — Οι ομάδες των πολιτών ενός κράτους που διαφέρουν ως προς την καταγωγή, τη γλώσσα ή τη θρησκεία από τις πολυαριθμότερες και ομοιογενείς ομάδες των άλλων πολιτών. Συνήθως, θεωρούνται ελάχιστα επωφελείς για τα κοινά πολιτικά συμφέροντα και… … Dictionary of Greek
πολιομυελίτιδα — Νόσος λοιμώδης, η οποία οφείλεται σε ιό που προκαλεί φλεγμονή και καταστροφή της φαιάς ουσίας των μπροστινών κεράτων του νωτιαίου μυελού και έχει ως αποτέλεσμα την παράλυση και την ατροφία των εξαρτώμενων μυών. Από τους διάφορους ορολογικούς… … Dictionary of Greek
φιορδ — Κόλπος στενός και βαθύς (στα νορβηγικά, fjord σήμαινε αρχικά φυσικό λιμάνι), ο οποίος εισχωρεί στην ξηρά έως μερικές δεκάδες χιλιόμετρα και μερικές φορές με πολλές διακλαδώσεις. Χαρακτηρίζει τις ορεινές ακτές της Νορβηγίας και των άλλων χωρών που … Dictionary of Greek
Κοϊζούμι, Γιουνιχίρο — (Junichiro Koizumi, Γιοκοσούκα 1942 –). Ιάπωνας πολιτικός, πρωθυπουργός της Ιαπωνίας (2001 ). Το 1967 αποφοίτησε από τη σχολή οικονομικών του πανεπιστημίου Κέιο. Το 1972 εξελέγη για πρώτη φορά στη Βουλή των Αντιπροσώπων, ενώ επανεξελέγη σε δέκα… … Dictionary of Greek
Κύθηρα — I Νησί (278 τ. χλμ., 3.354 κάτ.) στη συμβολή του Ιονίου, του Μυρτώου και του Κρητικού πελάγους. Βρίσκεται απέναντι από τον Λακωνικό κόλπο, ΝΔ του ακρωτηρίου Μαλέας. Υπάγεται διοικητικά στη νομαρχία Πειραιώς του νομού Αττικής. Το σύνολο των… … Dictionary of Greek
Κυνουρία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή της ανατολικής Πελοποννήσου. Βρίσκεται στον νομό Αρκαδίας, του οποίου αποτελούσε επαρχία πριν από τη διαίρεση με το σχέδιο Καποδίστριας. Οροθετείται από την Αργολίδα στα Β, τη Λακωνική στα Ν, το όρος Πάρνωνας στα Δ και … Dictionary of Greek
Λευκορωσία — Κράτος της βορειοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΑ και Α με τη Ρωσία, Ν με την Ουκρανία, Δ με την Πολωνία και ΒΔ με τη Λιθουανία και τη Λετονία.Η Λ., Mπελαρούς στη γλώσσα των κατοίκων της, είναι μια εύφορη, σχεδόν επίπεδη χώρα, λίγο μικρότερη… … Dictionary of Greek
Λιβερία — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με τη Σιέρα Λεόνε και τη Γουινέα, στα Α με την Ακτή του Ελεφαντοστού, ενώ στα Ν και στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η Λ. είναι ένα τεχνητό κράτος στη δυτική Αφρική, που δημιουργήθηκε τον 19ο αι … Dictionary of Greek
φλεγμονή ή φλόγωση — (Ιατρ.). Τυπική τοπική αντίδραση του οργανισμού σ’ ένα ερέθισμα. Αίτια φ. μπορεί να είναι παθογόνοι μικροοργανισμοί, η ερεθιστική δράση των οποίων οφείλεται εν μέρει στις τοξίνες τους και εν μέρει στη φυσική τους παρουσία ως ξένο σώμα ή σε αίτια… … Dictionary of Greek